- θαυματοποιικον
- θαυματοποιϊκόνθαυμᾰτοποιϊκόν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θαυματοποιικόν — θαυματοποιικός juggling masc acc sg θαυματοποιικός juggling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)